Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περὶ τῆς λέξεως

См. также в других словарях:

  • Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • АНТИПАТР ИЗ ТАРСА —     АНТИПАТР ИЗ ТАРСА Ἀντίπατρος ὁ Ταρσεύς) (2 в. до н. э.), философ стоик, ученик и преемник Диогена Вавилонского на посту главы Стой, учитель Панетия. Современник и соотечественник Архедема (Strab. XIV 5, 14). Возглавил школу ок. 150 до н. э.… …   Античная философия

  • Didymus Chalcenterus — Didymus (Δίδυμος) Born ca. 63 BCE Alexandria(?) Died ca. 10 Rome(?) Occupation grammarian Didymus Chalcenterus (Latin; Greek Δίδυμος χαλκέντερος Didymos chalkenteros, Didymus bronze guts ), ca. 63 BCE to …   Wikipedia

  • Дидим Халкентер — (лат. Didymus Chalcenterus, греч. Δίδυμος χαλκέντερος Didymos chalkenteros, Дидим «медные внутренности», Дидим Александрийский), 63 до н. э.(0 63)  10  греческий учёный[1] и грамматик эпохи Эллинизма, живший в одно… …   Википедия

  • βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοΐδα — ή αλλαντοΐς, η (Βιολ.) εμβρυϊκός υμένας που χαρακτηρίζει τα ανώτερα Σπονδυλόζωα (Ερπετά, Πτηνά, Θηλαστικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < allantois, νεολατιν. επιστημον. όρος < ελλην. ἀλλαντοειδής*. Όπως δείχνει και η ετυμολογική προέλευση τής λέξεως,… …   Dictionary of Greek

  • Ошибки — (лог.) находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ошибки (лог.) — находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное суждение и …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»